Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

μην τα παίρνεις υπ'

  • 1 βουνό(ν)

    τό
    1) гора; 2) гористая местность; 3) куча, груда, гора, масса; 4) трен, нечто большое, чрезмерное; нечто трудное, непреодолимое; βουνό τού φάνηκε η δουλιά работа казалась ему очень трудной, невыполнимой; μην τα παίρνεις βουνά! не берись за непосильное дело!;

    έχει βουνό(ν) τύχη — ему всегда везёт, он счастливчик;

    § παίρνω τα βουνα — б) бежать, куда глаза глядят; — б) уйти в горы, уйти в партизаны;

    μαθημένα τα βουνά από (τα) χιόνια — я достаточно повидал в своей жизни; — я знаЪ, почём фунт лиха;

    απ' το βουνό(ν) κατέβηκε — он совсем неотёсанный, деревенщина;

    απ' το βουνό(ν) κατέβηκες; — ты что, с луны свалился?;

    βουνό(ν) με βουνό(ν) μονάχα δε σμίγει — погов, гора с горой не сходится, а человек с человеком сойдётся;

    τό βουνό(ν) κοιλοπονοδσε κ' ένα ποντικό γεννοδσε — погов. гора родили мышь

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > βουνό(ν)

  • 2 βουνό(ν)

    τό
    1) гора; 2) гористая местность; 3) куча, груда, гора, масса; 4) трен, нечто большое, чрезмерное; нечто трудное, непреодолимое; βουνό τού φάνηκε η δουλιά работа казалась ему очень трудной, невыполнимой; μην τα παίρνεις βουνά! не берись за непосильное дело!;

    έχει βουνό(ν) τύχη — ему всегда везёт, он счастливчик;

    § παίρνω τα βουνα — б) бежать, куда глаза глядят; — б) уйти в горы, уйти в партизаны;

    μαθημένα τα βουνά από (τα) χιόνια — я достаточно повидал в своей жизни; — я знаЪ, почём фунт лиха;

    απ' το βουνό(ν) κατέβηκε — он совсем неотёсанный, деревенщина;

    απ' το βουνό(ν) κατέβηκες; — ты что, с луны свалился?;

    βουνό(ν) με βουνό(ν) μονάχα δε σμίγει — погов, гора с горой не сходится, а человек с человеком сойдётся;

    τό βουνό(ν) κοιλοπονοδσε κ' ένα ποντικό γεννοδσε — погов. гора родили мышь

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > βουνό(ν)

  • 3 όψη

    [-ις (-εως)] η
    1) взгляд; εκ πρώτης όψεως с первого взгляда; εξ όψεως с виду; на вид, по виду; κατ' όψιν по виду; 2) (внешний) вид; форма (вещи); облик, внешность, наружность (человека); γνωρίζω εξ όψεως знать в лицо;

    χάλασε η όψη — а) (вещь) испортилась, потеряла вид; — б) он изменился в лице;

    3) сторона;

    προσθία όψη — фасад;

    4) лицевая сторона (ткани); лицо (разг);

    § έχω υπ' όψη — иметь в виду, не забывать;

    δεν ξχω υπ' όψη — не знаю;

    παίρνω υπ' όψη — или λαμβάνω υπ' όψιν — принимать во внимание, учитывать;

    αυτό δεν παίρνεται υπ' όψη — это не принимается во внимание, не учитывается;

    αν πάρουμε υπ' όψη — если учесть;

    μην τα παίρνεις υπ' όψ' — не принимай всерьёз; — не обращай внимания;

    εν

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > όψη

См. также в других словарях:

  • σκανιάζω — Ν [σκάνια] 1. (μτβ.) κάνω κάποιον να στενοχωρηθεί πολύ, τόν σκάζω 2. (αμτβ.) στενοχωριέμαι πάρα πολύ, σκάω από τη θλίψη μου 3. φρ. «μην μού σκανιάζεις» μην τό παίρνεις κατάκαρδα, μην στενοχωριέσαι τόσο πολύ …   Dictionary of Greek

  • ξέσκουρα — επίρρ. 1. επιπόλαια, ξώφαλτσα, ξώδερμα, ξώπετσα («η σφαίρα τόν πήρε ξέσκουρα») 2. με επιπολαιότητα, ελαφρά, χωρίς σοβαρότητα («μην τό παίρνεις ξέσκουρα, να τό φροντίσεις») …   Dictionary of Greek

  • σχήμα — Χαρακτηρίζεται έτσι στα μαθηματικά κάθε υποσύνολο του επίπεδου είτε του συνηθισμένου χώρου. Έτσι οι καμπύλες (επίπεδες είτε όχι), οι επιφάνειες, τα στερεά του χώρου, τα μέρη του επίπεδου, που αποτελούν το εσωτερικό μιας απλής κλειστής καμπύλης… …   Dictionary of Greek

  • χωρατό — το, Ν 1. αστείο, αστεϊσμός 2. άκακο πείραγμα 3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) χωρατά στ αστεία («μήν τό παίρνεις σοβαρά, χωρατά τό πα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματ. από το ρ. χωρατεύω*] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»